περιστερά

περιστερά
περιστερά
Grammatical information: f.
Meaning: `pidgeon' (IA.), second. -ός m. `cock pidgeon' (Com.; Schwyzer-Debrunner 31 n. 5, 32).
Compounds: As 1. member a.o. in περιστερο-πώλης m. `pidgeon-vendor' (hell. pap.).
Derivatives: Dimin. περιστερ-ίς f. and -ιον n. (also used as decoration of women), -ίδιον n. (Com., pap.), -ιδεύς m. (hell. pap.; Bosshardt 65); -(ε)ών m. `pigeonry' (Pl., pap.). On -ιον, -εών as plantnames `Verbena officinalis, supina' (Dsc, Ps.-Dsc.), because visited and loved by doves, s. Strömberg 118 and Moorhouse (s. bel.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. Perhaps with Schwyzer 258 to πελιός, πέλεια through false restitution of a supposed dissimilated *πελιστερά (cf. NGr. πελιστέρι) with oppositive τερο-suffix (Benveniste Noms d'agent 119 w. Iran. parallel). -- To be rejected Moorhouse Class Quart. 44, 73ff., AmJPh 73, 299 and Richardson Hermathena 73, 74f. (to περί), Assmann Phil. 66, 312f. (Semit.).
Page in Frisk: 2,514

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιστερά — περιστερά̱ , περιστερά common pigeon fem nom/voc/acc dual περιστερά̱ , περιστερά common pigeon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστερᾷ — περιστερά common pigeon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… …   Dictionary of Greek

  • περιστέρα — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Περιστέρα — Sp Peristerà Ap Περιστέρα/Peristera L s. ir g tė Š. Sporadų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • περιστέρα — η το πουλί περιστερά, περιστέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκή Περιστέρα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 30 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, σχεδόν στο μέσο της ανατολικής ακτής της. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας …   Dictionary of Greek

  • Παλαιά Περιστέρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Στεφάνου …   Dictionary of Greek

  • περιστεράν — περιστερά̱ν , περιστερά common pigeon fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστεράς — περιστερά̱ς , περιστερά common pigeon fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστεραῖς — περιστερά common pigeon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”